Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Γηροκομείο Ναυπάκτου: ένα πρόβλημα που αναζητά τη λύση του

Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στη χώρα μας σημαντικά δημόσια ή κοινωφελή έργα - για τα οποία μάλιστα έχουν δαπανηθεί σεβαστά ποσά - να μην ολοκληρώνονται ή η ολοκλήρωσή τους να γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση και με τον κίνδυνο της απαξίωσής τους, λόγω προβλημάτων στη χρηματοδότησή τους.
Μία τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι και αυτή του Γηροκομείου Ναυπάκτου, ενός έργου ιδιαίτερα απαραίτητου και ευεργετικού για την περιοχή, για το οποίο έχουν προσφερθεί σημαντικότατα κεφάλαια από τους δωρητές είτε ως οικοπεδική έκταση είτε ως χρηματικά ποσά, το οποίο όμως παραμένει για χρόνια ημιτελές.
Εκτιμώντας - και εύχομαι να κάνω λάθος - ότι η ολοκλήρωση και λειτουργία του έργου δεν είναι ορατή και το μέλλον του είναι αβέβαιο, θεωρώ απαραίτητο και αναγκαίο το θέμα να απασχολήσει την τοπική κοινωνία και να αναζητηθεί λύση – διέξοδος από την υπάρχουσα κατάσταση. Μάλιστα, λόγω και των σημαντικών δυσκολιών που προστίθενται από τη σημερινή οικονομική συγκυρία, είναι αυτονόητο ότι η αναζήτηση αυτή δε μπορεί να περιοριστεί μόνο μεταξύ όσων με τον οποιονδήποτε τρόπο έχουν μέχρι σήμερα εμπλακεί στην όλη διαδικασία - με σημαντικό πράγματι έργο και με κάποια ίσως λάθη – αλλά να επεκταθεί σε ολόκληρη την τοπική κοινωνία, τα άτομα και τους θεσμικούς φορείς εκπροσώπησής της. Με άλλα λόγια, δε μπορούμε να μένουμε απαθείς για ένα θέμα που βρίσκεται σε στασιμότητα και το οποίο, αν λυθεί, θα βοηθήσει σημαντικά ένα ευπαθές κομμάτι της κοινωνίας μας, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει στην περιοχή μας φωτεινό ανάλογο  παράδειγμα όπως είναι αυτό της ΑΛΚΥΟΝΗΣ.
Αν λοιπόν για την άρση του αδιεξόδου στην υπόθεση του Γηροκομείου το βασικό ζητούμενο σήμερα είναι η εξασφάλιση της απαραίτητης χρηματοδότησης για την ολοκλήρωση και τη λειτουργία του - κάτι που απ’ ό,τι φαίνεται δε  μπορεί να εξασφαλίσει η υπάρχουσα Διοίκηση του Ιδρύματος η οποία έχει φθάσει στα όριά της - η λύση υποχρεωτικά πρέπει να αναζητηθεί στη δημιουργία του απαραίτητου «κοινωνικού μηχανισμού» που να μπορεί να δημιουργήσει τις δυνατότητες εξεύρεσης πόρων. Ενός «μηχανισμού» που δεν θα περιορίζεται στις φιλανθρωπικές ευαισθησίες της κοινωνίας, αλλά «επιχειρώντας» στο πεδίο της κοινωνικής οικονομίας θα δημιουργεί πόρους.
Ένας τέτοιος μηχανισμός, ο πιο κατάλληλος κατά τη γνώμη μου, είναι η Κοινωνική  Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ.). Πρόκειται για μια μορφή κοινωνικής επιχειρηματικότητας (κερδοσκοπική επιχείρηση δηλαδή και κατά τούτο διαφέρει από τους διαφόρους Συλλόγους) της οποίας το κέρδος επιστρέφει στην κοινωνία και η οποία στη χώρα μας αναπτύσσεται σημαντικά τα τελευταία χρόνια, σε άλλες χώρες όμως είναι δημοφιλής εδώ και αρκετές δεκαετίες με σοβαρά αποτελέσματα. Στην περίπτωση λοιπόν του Γηροκομείου Ναυπάκτου μια ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ. θα έχει ως μοναδικό σκοπό την εξεύρεση και τη δημιουργία πόρων τόσο για την αποπεράτωση του έργου, όσο και για τη λειτουργία του στη συνέχεια. Δεν θα έχει εμπλοκή δηλαδή στα διοικητικά του Γηροκομείου αλλά θα λειτουργεί υποστηρικτικά προς τη Διοίκηση του Ιδρύματος. 
Είναι προφανές ότι η αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος εν πολλοίς θα εξαρτηθεί από την εγκυρότητά του, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από το κατά πόσο το εγχείρημα θα αποτελέσει υπόθεση μεγάλου μέρους της τοπικής κοινωνίας.
Είναι μία πρόταση για άρση του αδιεξόδου. Ίσως υπάρχει καλύτερη. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να υπάρξει διέξοδος.


Για τη Ναύπακτο ρε γαμότο!

[Ο έχων τη «Διαγωγή Κοσμία», με … κόσμιο τρόπο μού απηύθυνε την πρόσκληση-πρόκληση να συμμετάσχω στο νέο του ιντερνετικό εγχείρημα. Παρά τις κάποιες επιφυλάξεις μου για ενδεχόμενη ασυνέπειά μου, ανταποκρίθηκα. Πρώτη μου ανάρτηση για την καθημερινότητα της πόλης μας. Καλοτάξιδο το site σου Βαγγέλη!]
Το θέμα μας, η ανάπλαση του ανατολικού τμήματος της πόλης. Όλοι θυμόμαστε την υπερμεγέθυνση του ζητήματος την περίοδο που θα λαμβανόταν η σχετική απόφαση για την πραγματοποίηση του έργου. Τις ενστάσεις ή και τις αρνήσεις ακόμα. Με υπερβολές βεβαίως. Άλλωστε, η υπερβολή είναι στο DNA του νεοέλληνα.
Όμως το έργο προχώρησε, μετ’ εμποδίων έστω,  και σε λίγο καιρό τελειώνει με τις πρώτες εντυπώσεις κάτι περισσότερο από θετικές. Η αισθητική της πόλης σε αυτό το κομμάτι της βελτιώνεται σημαντικά. Η πεζοκίνηση ενισχύεται, το διπλοπαρκάρισμα περιορίζεται, ενώ παράλληλα διευκολύνεται - παρά τις τότε αντιρρήσεις αρκετών εμπόρων - η ολιγόλεπτη στάθμευση για μικροψώνια.
Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα έργο που κάνει την πόλη πιο ανθρώπινη. Που προσθέτει πόντους   στο λειτουργικό της προφίλ.
Μέχρις εδώ όλα καλά. Το ζητούμενο όμως είναι η συνέχεια. Όπως γίνεται με κάθε έργο ανάπλασης που αφορά και την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων, τα οφέλη συνοδεύονται από υποχρεώσεις και προκύπτουν μόνο αν τηρούνται αυτές. Θα  τις σεβαστούμε ως πολίτες;  Οι έμποροι – ευτυχώς υπάρχουν τα ευοίωνα σημάδια με τις ζαρντινιέρες - θα βοηθήσουν και αυτοί με τον τρόπο τους για να αισθανθούμε τις θετικές επιδράσεις του έργου στην καθημερινότητα και τη λειτουργία της πόλης; Ο Δήμος θα φανεί αποφασιστικός  για τη διατήρηση και τη λειτουργία του ώστε να μην καταγραφεί σα μια φιλόδοξη προσπάθεια, η οποία όμως δε μακροημέρευσε;   Γιατί, όπως λέει και ο λαός μας, «τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους». Τους έχουμε; Σύντομα θα το ξέρουμε.
Υ.Γ.: Αυτή η κουτοπονηριά με τα μονίμως παρκαρισμένα μηχανάκια μπροστά από τα μαγαζιά προς παρεμπόδιση της μόνιμης στάθμευσης, πότε επιτέλους θα τελειώσει; Δεν μπορεί ο Δήμος εν έτει 2016 να βρει τον τρόπο ώστε να αποτρέψει τη μόνιμη στάθμευση  τις εργάσιμες μέρες και ώρες στις θέσεις εκείνες που, ορθώς, πρέπει να διατίθενται για προσωρινή (5-10 λεπτών) στάθμευση;