Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Το έλλειμμα εκπαίδευσης του Έλληνα εκπαιδευτικού για ένα σύγχρονο (ευρωπαϊκό) σχολείο. Η Σεμιναριακού τύπου επι-μόρφωση: η περίπτωση της Γερμανίας

(Το κείμενο αυτό αποτελεί περίληψη εισήγησής μου στο Εκπαιδευτικό Συνέδριο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Π/θμιας και Δ/θμιας Εκπαίδευσης Ηπείρου, τον Απρίλιο του 2006 στα Ιωάννινα, με θέμα: Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στο σύγχρονο σχολείο)

Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι ο ρόλος του σχολείου σήμερα, ιδιαίτερα αυτού της δεύτερης βαθμίδας εκπαίδευσης, έχει περιοριστεί κατά κύριο λόγο στη χρηστική του διάσταση, δηλαδή στη μετάδοση γνώσεων (όπου μάλιστα επικρατεί το φροντιστήριο – ανταγωνιστής), ενώ παράλληλα ο κοινωνικοπαιδαγωγικός του ρόλος έχει ατονήσει επικίνδυνα. Παρ’ όλα αυτά ο ουσιαστικός και παραγωγικός διάλογος, συστατικό στοιχείο μιας ολοκληρωμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας, απουσιάζει από την εκπαιδευτική κοινότητα.

Σε πλήρη αντιστοίχιση και αρμονία με τον υποβαθμισμένο ρόλο του σχολείου βρίσκεται και ο ρόλος του εκπαιδευτικού. Περιορισμένος κυρίως σε φορέα μετάδοσης γνώσεων και όχι σε μεσολαβητή για τη γνώση, ο Έλληνας εκπαιδευτικός εκπαιδεύεται ανάλογα. Δεν έχει προετοιμασθεί για τον παιδευτικό του ρόλο, τη συνεργασία, την αντιμετώπιση και τη διαχείριση ομάδας ανθρώπων και ειδικότερα παιδιών. Η εμπέδωση τρόπων επικοινωνίας και συνεργασίας του εκπαιδευτικού και του σχολείου με τους εκτός σχολείου σχολικούς εταίρους (γονείς – κοινωνία γενικότερα) δεν απασχολεί (ή απασχολεί ελάχιστα) την εκπαίδευσή του. Είναι φανερό λοιπόν το έλλειμμα που παρουσιάζει η εκπαίδευση του Έλληνα εκπαιδευτικού (χωρίς να είναι το έλλειμμα αυτό το μόνο υπεύθυνο για τη μη ολοκληρωμένη ή και στρεβλή λειτουργία του σχολείου).

Αν υποθέσουμε ότι καίριο αίτημα της εποχής μας (πρέπει να) είναι το σύγχρονο ευρωπαϊκό σχολείο, τότε αυτό επιφυλάσσει και έναν νέο - ανάλογο - ρόλο για τον Έλληνα εκπαιδευτικό, ο οποίος (νέος ρόλος) με τη σειρά του προσδιορίζει εν πολλοίς και το ποια εφόδια θεωρούνται απαραίτητα να έχει ο εκπαιδευτικός για την επιτέλεση του έργου του. Δηλαδή προσδιορίζει τον τρόπο και το περιεχόμενο της εκπαίδευσής του.

Μία ολοκληρωμένη εκπαίδευση του εκπαιδευτικού πρέπει να περιλαμβάνει: τη βασική εκπαίδευση (θεωρητικό – γνωστικό υπόβαθρο) και την «ενισχυτική» εκπαίδευση (σύγχρονες διδακτικές τάσεις, αξιολόγηση μαθητών, σύνδεση σχολείου με την κοινωνία, ευρωπαϊκή διάσταση της εκπαίδευσης, κ.λ.π.).

Καθίσταται επομένως απαραίτητη η «ενίσχυση» της εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσής του, πριν την έναρξη αλλά και σε όλη τη διάρκεια της εκπαιδευτικής του ζωής.

Ένα αξιόλογο παράδειγμα μελέτης τέτοιου είδους εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών αποτελεί αυτό της Γερμανίας. Οι εκπαιδευτικοί, ανάλογα με τον τύπο του σχολείου που πρόκειται να διδάξουν, φοιτούν – παρακολουθούν ένα έως τρία εξάμηνα υποχρεωτικά σε «Κρατικά Σεμινάρια για μελλοντικούς εκπαιδευτικούς» και μόνο μετά από επιτυχή παρακολούθηση τους δίδεται η δυνατότητα συμμετοχής στις εξετάσεις για να διοριστούν σε σχολείο. Φιλοσοφία των, σεμιναριακού τύπου, σπουδών είναι η σύνδεση της θεωρίας με την πράξη μέσα από το σχήμα: Η θεωρία επηρεάζεται καθοριστικά από την πράξη – η πράξη καθοδηγείται από τη θεωρία. Έτσι, η φοίτηση στα Σεμινάρια αυτά παρέχει την «ενισχυτική» εκπαίδευση που προαναφέρθηκε, μέσα από έναν γόνιμο συνδυασμό της θεωρίας με την πράξη. Η επι-μόρφωση των εκπαιδευτικών συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της εκπαιδευτικής τους ζωής, γίνεται δε είτε στις Παιδαγωγικές Σχολές είτε στα Κρατικά Σεμινάρια. Ο τρόπος αυτός εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών θεωρώ ότι αποτελεί μια επαρκή απάντηση στο σημερινό (επι)ζητούμενο: Η Εκπαίδευση στην υπηρεσία της Παιδείας.



Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Η ηθική στην πολιτική


Το θέμα μας έχει απασχολήσει και παλαιότερα. Επανερχόμαστε όμως, λόγω της, μόνιμης σχεδόν, επικαιρότητάς του (σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο). Και προφανώς όχι με θρησκειολογική προσέγγιση, αλλά με αυτή του πολίτη – μετόχου. Από την πλευρά δηλαδή του πολίτη που επιμένει να θεωρεί την πολιτική ως λειτούργημα και όχι ως επάγγελμα. Που εκλαμβάνει την ενασχόληση με τα κοινά ως στοιχείο της ανθρώπινης ολοκλήρωσης και όχι ως μέσο για «κοινωνική» καταξίωση. Που απαιτεί από τα δημόσια πρόσωπα:

Να διαθέτουν άποψη και να την εκθέτουν δημόσια. Να αναζητούν στη δημόσια κριτική τη δημιουργική συνιστώσα και να την αξιοποιούν. Να εκλαμβάνουν τη δημόσια αντιπαράθεση ως συστατικό στοιχείο μιας δημοκρατικά λειτουργούσας κοινωνίας και όχι ως δικολαβίστικη ευκαιρία για αγωγές και εξώδικα. Να προσβλέπουν στο δημόσιο όφελος και όχι στο ατομικό. Να είναι υπέρμαχοι της διαφάνειας όχι μόνο στα λόγια αλλά και στα έργα. Να διαχειρίζονται τα δημόσια πράγματα με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του πολίτη και όχι τη διασφάλιση της επανεκλογής τους. Να αποκτούν τη δημόσια αναγνώριση ως αποτέλεσμα της κοινωνικής τους προσφοράς και όχι της ικανότητας στις δημόσιες σχέσεις.

Από τον ΧΥΤΑ στον ΧΥΤΥ


(δημοσιεύτηκε στο «εμπρός» το Μάρτιο του 2007, αλλά παραμένει επίκαιρο)

Ο υπό κατασκευή ΧΥΤΑ στην περιοχή Βλαχομάνδρας έφερε στην επιφάνεια ένα βασικό πρόβλημα του νεοελληνικού κράτους (συμπεριλαμβανόμενης και της αυτοδιοίκησης): υπό την πίεση του χρόνου εκτελεί ένα σοβαρό έργο χωρίς να το έχει σχεδιάσει στο σύνολό του. Με εγκληματική καθυστέρηση, μετά από διεθνή διασυρμό και αρκετές καταδίκες από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια και όχι με τη δέουσα σοβαρότητα και οργάνωση, η χώρα μας προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των απορριμμάτων και της διαχείρισής τους.

Το πρόβλημα αυτό, με την ανάλογη διαδρομή, απασχολεί πλέον και την περιοχή μας. Εν προκειμένω κατασκευάζεται ένας Χώρος Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων ενώ είναι γνωστό ότι - και με βάση τις σχετικές οδηγίες της Ε.Ε. - η Υγειονομική Ταφή πρέπει να αφορά τα Υπολείμματα, δηλαδή πρέπει πλέον να αναφερόμαστε σε Χώρο Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ). Ποια είναι η διαφορά; Τεράστια. Μόνο αν ο ΧΥΤΑ συνοδεύεται και από εναλλακτική διαχείριση των απορριμμάτων μπορούμε να μιλάμε για ΧΥΤΥ. Δηλαδή να αναφερόμαστε σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης απορριμμάτων.

Τι περιλαμβάνει αυτό; Ποιοι και πώς συμμετέχουν;

Αρχικά γίνεται διαλογή και προσωρινή αποθήκευση των απορριμμάτων από τα νοικοκυριά, που είναι οι στυλοβάτες του όλου συστήματος, σε ξεχωριστούς κάδους, δηλαδή γίνεται η λεγόμενηδιαλογή στην πηγή. Ακολουθεί η περισυλλογή από το Δήμο ή και άλλους συνεργαζόμενους με αυτόν φορείς και η μεταφορά τους στους προορισμούς τους: των ανακυκλώσιμων στα αντίστοιχα εργοστάσια, των οργανικών (αποφάγια, κλαδέματα κ.λ.π.) για λιπασματοποίηση (κομποστοποίηση) και τέλος των υπολειμμάτων για εναπόθεση σε ειδικούς χώρους διάθεσης (ΧΥΤΥ). Στις διεργασίες των νοικοκυριών πρέπει να προστεθεί και η προώθηση για επαναχρησιμοποίηση κάποιων συσκευασιών (σήμερα σχεδόν αποκλειστικά των γυάλινων φιαλών, στο μέλλον μπορεί όμως να επεκταθεί και σε άλλες συσκευασίες, όπως τα πλαστικά) καθώς και η δυνατότητα οικιακής λιπασματοποίησης. Είναι φανερό ότι οι επιμέρους αυτές διεργασίες δεν είναι ανεξάρτητες αλλά αλληλοεπηρεάζονται και για το λόγο αυτό η πληρότητα του συνολικού συστήματος διαχείρισης εξαρτάται από την πληρότητα κάθε επιμέρους διεργασίας.

Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής το αρχικό στάδιο, η διαλογή στην πηγή, δηλαδή η διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται ανάκτηση χρήσιμων υλικών όπως χαρτιού, γυαλιού, μετάλλου, πριν αυτά αναμειχθούν με την υπόλοιπη μάζα των απορριμμάτων. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας, η διαλογή στην πηγή προϋποθέτει και απαιτεί τη μοναδικότητα της συμμετοχής των κατοίκων. Αντίθετα όταν αυτή δεν υπάρχει, τότε αντικαθίσταται από τη μηχανική διαλογή σε μονάδα διαλογής που λειτουργεί συνήθως στο χώρο του ΧΥΤΑ. Η λύση αυτή όμως (η οποία έχει ξεπεραστεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αυστρία, τη Δανία) είναι περισσότερο ενεργειοβόρα, αυξάνει κατά πολύ το κόστος διαχείρισης το οποίο εν τέλει μεταβιβάζεται στα τέλη καθαριότητας και επομένως επιβαρύνει τα νοικοκυριά αλλά και αντιστρατεύεται την εμπέδωση της κοινωνικής συνείδησης του πολίτη.

Το αποτέλεσμα ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης είναι η σημαντική μείωση του όγκου των απορριμμάτων που καταλήγουν στον ΧΥΤΥ (σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες η μείωση ήδη έχει ξεπεράσει το 50%, η δε Γερμανία έχει στόχο το 2020 να εκμεταλλεύεται περίπου το 100% των απορριμμάτων) και επομένως αντίστοιχη αύξηση του χρόνου ζωής του. Ταυτόχρονα σημαντικό ρόλο για τη μείωση των απορριμμάτων παίζει και η σύνδεση των τελών καθαριότητας με τον όγκο των παραγόμενων σκουπιδιών. Δηλαδή όσοι δημιουργούν περισσότερα απορρίμματα να πληρώνουν παραπάνω τέλη από αυτούς που συμμετέχουν σε πρόγραμμα ανακύκλωσης ή κάνουν οικιακή κομποστοποίηση και γενικά παράγουν λιγότερα σκουπίδια.

Τι γίνεται με τη δική μας περίπτωση; Υπάρχει ολοκληρωμένος σχεδιασμός για τη διαχείριση των απορριμμάτων;

Αβίαστα η απάντηση είναι αρνητική. Ως συνήθως, αφήνουμε το πρόβλημα να γίνει χρόνιο και στο τέλος υπό την πίεση του χρόνου υιοθετούμε λύσεις - ημίμετρα. Ενώ κατασκευάζεται ο ΧΥΤΑ και προβλέπεται η έναρξη λειτουργίας του πριν το τέλος του έτους, τίποτα δεν έχει γίνει για την προετοιμασία ως προς τα στάδια που προηγούνται της εναπόθεσης των απορριμμάτων. Θα γίνεται δηλαδή διαλογή και πώς, θα εφαρμοστεί κάποιο πρόγραμμα ανακύκλωσης, ποιο και πώς; Έχουν συνειδητοποιήσει οι Δήμοι που συμμετέχουν στο Σύνδεσμο ότι η υπόθεση τους αφορά όλους και ότι πρέπει απαραιτήτως να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν κοινή πολιτική για τα απορρίμματα; (ο προσανατολισμός στην κατασκευή μονάδας μηχανικής διαλογής στην περιοχή του ΧΥΤΑ αποτελεί ημίμετρο γιατί εκτός του ότι είναι ενεργειοβόρος και αντιοικονομικός, θα επιβαρύνει και το κυκλοφοριακό πρόβλημα στο δρόμο πρόσβασης αφού τα προς ανακύκλωση απορρίμματα θα πρέπει να επιστρέφουν από τον ίδιο δρόμο για τον τελικό προορισμό τους, δηλαδή να πηγαίνουν άσκοπη βόλτα στη Βλαχομάνδρα). Η κατασκευή ενός ΧΥΤΑ δεν λύνει από μόνη της το πρόβλημα των απορριμμάτων. Απαιτείται η εφαρμογή ενός τρόπου εναλλακτικής διαχείρισής των που θα στηρίζεται στον ευαίσθητο και συμμέτοχο πολίτη. Η ευαισθητοποίηση όμως του πολίτη, ιδιαίτερα του Έλληνα που δεν έχει προπαιδευτεί σε τέτοια θέματα, είναι δύσκολη υπόθεση. Χρειάζεται συνεχής και έγκυρη ενημέρωσή του όσον αφορά τις καταστρεπτικές συνέπειες της μη ορθής διαχείρισης των απορριμμάτων, ώστε να πεισθεί ότι η επιβάρυνση του Περιβάλλοντος από την αλόγιστη διαχείρισή των, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην επιβάρυνση της δημόσιας υγείας, αν όχι άμεσα σίγουρα μακροπρόθεσμα, ενώ παράλληλα τον ζημιώνει και οικονομικά.

Είναι φανερό ότι η ολοκληρωμένη διαχείριση των απορριμμάτων είναι κατά κύριο λόγο πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα και κατά δεύτερο τεχνικό. «Η επιλογή ενός προγράμματος διαλογής στην πηγή αποτελεί επένδυση στην αλλαγή της κοινωνικής συνείδησης, ενώ αντίθετα η επιλογή της επένδυσης σε μηχανολογικό εξοπλισμό αποτελεί επένδυση με μηδαμινή κοινωνική επίδραση». Οι Δήμοι που συμμετέχουν στο Σύνδεσμο πρέπει να επιδείξουν την απαιτούμενη σοβαρότητα και αξιοπιστία για να συμπεριφερθούν και οι πολίτες με τον ανάλογο τρόπο.

Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και την επιτυχία ενός προγράμματος ολοκληρωμένης διαχείρισης των απορριμμάτων θα παίξει η ύπαρξη μιας «κρίσιμης μάζας» πολιτών που θα συμμετέχει σε μια οργανωμένη προσπάθεια μείωσης των απορριμμάτων και ανάκτησης υλικών από αυτά. Τηνδιαθέτει η περιοχή; Αν ναι, τότε δικαιούμαστε να είμαστε αισιόδοξοι. Αν όχι, τότε πρέπει να τη διαμορφώσουμε. Όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό σχολείο

[Οι παρακάτω σκέψεις αποτελούν ελάχιστη συμβολή στον επίκαιρο και άκρως απαραίτητο διάλογο για το σχολείο του μέλλοντος, έχοντας ως αδιαπραγμάτευτη αρχή ότι ο διάλογος εν γένει αποτελεί θεμελιώδες δομικό στοιχείο μιας δημοκρατικής και – επομένως - πολιτισμένης κοινωνίας]

Ξεκινώ από το γεγονός ότι, είναι αδύνατον να βρεθεί έστω και ένας πολίτης αυτής της χώρας που να υποστηρίξει ότι το σημερινό ελληνικό σχολείο είναι (ή πλησιάζει) το επιθυμητό. Δηλαδή να υποστηρίξει ότι επιτελεί τον ρόλο που προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία, τη δια-μόρφωση δηλαδή ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων με τη συμβολή του στην «ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών».

Εύλογα όμως γεννάται το ερώτημα: εφόσον το σημερινό σχολείο δεν είναι το επιθυμητό, τότε ποιο σχολείο θέλουμε; Πώς προσδιορίζεται το σύγχρονο ευρωπαϊκό σχολείο;

Ανεξάρτητα από το δικαιολογημένο ευρωσκεπτικισμό και τις όποιες ενστάσεις που δικαιούται να διατυπώνει κάποιος ως προς την κατεύθυνση και τις απαντήσεις της Ευρώπης στα σοβαρά ζητήματα που απασχολούν τους κατοίκους της, πρέπει να δεχθεί ότι ο προσανατολισμός, τουλάχιστον της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, για το ζήτημα της εκπαίδευσης και το ρόλο του εκπαιδευτικού είναι πολύ πιο σαφής και προσδιορισμένος από ότι συμβαίνει στη χώρα μας. Όλο και πιο πολύ εμπεδώνεται η άποψη να θεμελιωθεί το σύγχρονο σχολείο πάνω στις αρχές της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ανεκτικότητας, της αλληλοκατανόησης μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών και της αναγνώρισης της διαφορετικότητας, καθώς και στην απαίτηση των καιρών να προετοιμασθούν οι νέοι για μια Ευρώπη ενεργών πολιτών. Επομένως γίνεται φανερός και ο νέος ρόλος του εκπαιδευτικού. Ρόλος που στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη έχει με σαφήνεια προσδιοριστεί: όχι αυτός που επικεντρώνεται μόνο στη μετάδοση και μεταφορά γνώσεων από κάποιο γνωστικό πεδίο με τη βοήθεια τυπικών μορφών διδασκαλίας, αλλά αυτός που θέλει τον εκπαιδευτικό ως μεσολαβητή για τη γνώση.

Αν υποθέσουμε όμως ότι καίριο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας είναι το σύγχρονο ευρωπαϊκό σχολείο, τότε αυτό προσδιορίζει και τις αλλαγές στο περιεχόμενο και τον προσανατολισμό του σημερινού σχολείου καθώς και το νέο – ανάλογο - ρόλο που θα αναλάβει ο Έλληνας εκπαιδευτικός. Στο σύγχρονο ελληνικό-ευρωπαϊκό σχολείο είναι αναγκαίο να αναδειχθεί ο παιδευτικός του ρόλος δηλαδή η καλλιέργεια της νόησης, της δημιουργικής ικανότητας και η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών, η μόρφωση υπεύθυνων, ελεύθερων και ενεργών πολιτών, δημοκρατικά σκεπτόμενων. (Είναι φανερό ότι σε αυτό το σχολείο, ο βαθιά ανθρωπιστικός του χαρακτήρας προϋποθέτει την κλασσική διάσταση του σχολείου, δηλαδή την στήριξή του στην κλασσική ελληνική παιδεία και την αρμονική συνύπαρξη του σύγχρονου με το κλασσικό.)

Αξίες, όπως η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο σεβασμός της πολιτισμικής παράδοσης κάθε λαού, η δημοκρατική διαπαιδαγώγηση των νέων, η προστασία του περιβάλλοντος που υιοθετούνται και προβάλλονται όλο και περισσότερο από τα ευρωπαϊκά κράτη μέσα από μια διαθεματική προσέγγιση των αναλυτικών τους εκπαιδευτικών προγραμμάτών, πρέπει να ενδιαφέρουν όλο και περισσότερο το ελληνικό σχολείο και τον Έλληνα εκπαιδευτικό.

Θέματα όπως η ενίσχυση της ευρωπαϊκής διάστασης στην εκπαίδευση με κατεύθυνση τη συνεργασία μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών και σχολείων, με την υποστήριξη και των νέων τεχνολογιών, την ενθάρρυνση των επαφών και της κινητικότητας μαθητών και εκπαιδευτικών, τη διευκόλυνση στη διακίνηση των εμπειριών και των προβληματισμών γύρω από την παιδεία, οφείλουν οι εκπαιδευτικοί να τα αναδεικνύουν δημιουργικά.

Με λίγα λόγια πρέπει να μιλάμε για ριζική αναθεώρηση του ρόλου και του προσανατολισμού του ελληνικού σχολείου. Για την ενίσχυση των διεργασιών στο χώρο της εκπαίδευσης και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των προς την ποιοτική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Από το πόσο έγκαιρα θα συνειδητοποιήσουμε και θα απαντήσουμε πειστικά στο αίτημα αυτό, θα εξαρτηθεί και η έξοδός μας από την πολύπλευρη κρίση που μαστίζει την κοινωνία μας.

Τοπική Αυτοδιοίκηση χωρίς τον δήμο;

[Ο τίτλος είναι παράφραση του τίτλου «Δημοκρατία χωρίς τον δήμο;», σε άρθρο του Σ. Ι. Σεφεριάδη, επίκουρου καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 23 Δεκεμβρίου 2007.

Ο συγγραφέας του αρκετά ενδιαφέροντος άρθρου, συστοιχίζεται απόλυτα με την άποψη ότι η δημοκρατία των αρχών του 21ου αιώνα, είναι μεν δημοκρατία από πλευράς συνταγματικών διαδικασιών, αλλά είναι και δημοκρατία «χωρίς τον δήμο». Δίνει απάντηση στο ερώτημα «τι είναι δημοκρατία;» - επισημαίνοντας ταυτόχρονα τις αξιακές και αναλυτικές εκπτώσεις στην έννοια και το περιεχόμενο της δημοκρατίας με τις οποίες βρισκόμαστε αντιμέτωποι σήμερα - και συναρτά την ποιότητα της δημοκρατίας με παράγοντες όπως η ισχυρή κοινωνία πολιτών, το λειτουργικό κράτος δικαίου, η αποτελεσματική δημόσια διοίκηση και η διαφάνεια στις επιχειρηματικές δράσεις.]

Τηρουμένων των αναλογιών, είναι προδήλως υπαρκτό το ερώτημα σήμερα: Τοπική Αυτοδιοίκηση χωρίς τον δήμο;

Αναμφίβολα, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Τ.Α.) στη χώρα μας, απέχει παρασάγγας από την επιθυμητή: τη δημοκρατική και συμμετοχική, θεσμικά κατοχυρωμένη, περιφερειακή οργάνωση της κοινωνίας. Οι Ο.Τ.Α. όλο και λιγότερο δικαιολογούν το λόγο ύπαρξής των, δηλαδή την (εξ)υπηρέτηση του πολίτη και του δημοσίου συμφέροντος. Αντίθετα όλο και περισσότερο εδραιώνεται στην κοινωνία η απαξία τους ως βασικού δημοκρατικού θεσμού. Η επικράτηση πολιτικού προσωπικού με μικρό «ειδικό βάρος» και η συνακόλουθη έλλειψη οράματος, τα στεγανά, η αδιαφανής και μη λογοδοτούσα Τ.Α., η έλλειψη βήματος έκφρασης και δημόσιου διαλόγου (η μη ύπαρξη «αγοράς του δήμου» δηλαδή), αποθάρρυναν και απομάκρυναν τον πολίτη-συμμέτοχο και ενθάρρυναν την επικράτηση του «ιδιώτη»-μέτοχου με εύκαμπτη και κατά το δοκούν άποψη περί της συμμετοχής στα κοινά, με χαλαρή (έως και ανύπαρκτη) κοινωνική συνείδηση που συνοδεύεται - όχι σπάνια – από ιδιοτελή (και συχνά έκνομη) δράση, όπως η εξυπηρέτηση των πάσης φύσεως ημετέρων, ο κομματισμός και ο «πλουτισμός μέσω της συμμετοχής». Εύλογη λοιπόν η απάντηση στο τεθέν ερώτημα: δυστυχώς ναι, έχουμε Τοπική Αυτοδιοίκηση «χωρίς τον δήμο, το λαό».

Και βέβαια το ζητούμενο δεν είναι (ή δεν είναι μόνο) η παραπάνω διαπίστωση και η ερμηνεία της. Είναι η αλλαγή ρότας, η ενεργός παρουσία της κοινωνίας στο προσκήνιο η οποία (ολοκληρώνει τον πολίτη, κατά τον καθηγητή Δ. Τσάτσο, και) εξασφαλίζει την υποχώρηση του ατομικού έναντι του συλλογικού και της ιδιοτέλειας έναντι της ανιδιοτέλειας. Είναι εν τέλει η μείωση του δημοκρατικού ελλείμματος στο χώρο της Τ.Α.. Τότε πλέον θα μπορούμε να μιλάμε για Τοπική Αυτοδιοίκηση «με τον δήμο». Γιατί, όπως και ο Σ. Σεφεριάδης εύστοχα επισημαίνει, «το δημοκρατικό αγαθό εξακολουθεί να είναι συνυφασμένο με την κοινωνική εγρήγορση και τις συλλογικές δράσεις».