Θεωρώντας ως δεδομένη την κυβερνητική βούληση για το θεσμικό αναπροσδιορισμό της διοικητικής διάρθρωσης της χώρας και του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Τ.Α.), και μάλιστα με θέση σχετικά ψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων της, είναι ωφέλιμο να απασχολήσει το θέμα έγκαιρα τις τοπικές κοινωνίες και μάλιστα με «ολιστική» θεώρηση. Να (εκ)τεθούν δηλαδή για την απαραίτητη κοινωνική «ζύμωση» από πρόσωπα και συλλογικά όργανα, οι απόψεις τους για την αναγκαιότητα, το είδος και το περιεχόμενο αυτού του αναπροσδιορισμού. Με άλλα λόγια, να αναζητηθούν απαντήσεις στο ερώτημα: χρειάζονται αλλαγές σε αυτό που ονομάζεται ελληνική Τ.Α. και αν ναι, ποιες είναι αυτές;
[Η διαδικαστικού χαρακτήρα εκτίμηση κάποιων, που διατυπώνεται λίγο - πολύ με τη φράση: ας ανοίξει η κυβέρνηση τα χαρτιά της και μετά ας συζητήσουμε, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ολίγον υστερόβουλη, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει ένας σχετικός μπούσουλας από την ΚΕΔΚΕ, τα δε κόμματα, έστω και αποσπασματικά, έχουν κατά καιρούς εκφραστεί για το θέμα. Δεν θα είναι άραγε πιο ουσιαστική και παραγωγική η δημόσια συζήτηση, αν τεθεί έγκαιρα το θέμα με πρωτοβουλία της κοινωνίας, ακόμα και πριν εκδηλωθούν πλήρως οι κυβερνητικές προθέσεις;]
Αποτελεί κοινό μυστικό ότι η Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας πάσχει. Ότι παρουσιάζει τις δυσλειτουργίες και τις στρεβλώσεις της δημόσιας διοίκησης, είναι σπάταλη και ταυτόχρονα αναποτελεσματική. Ότι είναι αδύναμη και ανήμπορη να σηκώσει το βάρος που της αναλογεί, να υπηρετεί δηλαδή τις ανάγκες των πολιτών σε τοπικό επίπεδο και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην τοπική ανάπτυξη.
Είναι επίσης κοινό μυστικό ότι για την κατάσταση αυτή, εκτός από την αδυναμία του πολιτικού προσωπικού που κλήθηκε να την υπηρετήσει, έχει συντελέσει καθοριστικά ο διαχρονικός κυβερνητικός – κομματικός εναγκαλισμός της και η αποκοπή της από την πηγή (ανα)τροφοδοσίας της, την κοινωνία των πολιτών. Και όλα αυτά μάλιστα να συμβαίνουν σε ένα έντονα απαιτητικό εγχώριο και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Είναι φανερό λοιπόνA ότι επιβάλλεται ένας ουσιαστικός αναπροσδιορισμός του όλου σε ότι αφορά την Τ.Α., ο οποίος δεν θα εξαντλείται στη διοικητική αναδιάρθρωση, αλλά θα περιλαμβάνει και άλλες θεσμικές αλλαγές, όπως τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από την κεντρική στην περιφερειακή και τοπική εξουσία με βάση την αρχή της εγγύτητας, τη μόνιμη (και θεσμοθετημένη) εξασφάλιση πόρων για την Αυτοδιοίκηση καθώς και την καθιέρωση ενός νέου συστήματος τοπικής διακυβέρνησης (το οποίο βεβαίως προϋποθέτει την τροποποίηση του σχετικού εκλογικού νόμου, ώστε να ενισχύεται η πολυφωνία και να εκλέγονται οι άριστοι και όχι οι άνωθεν επιβαλλόμενοι). Με λίγα λόγια, η απαίτηση για ισχυρούς και αποτελεσματικούς Δήμους επιβάλλει τη θεσμική τους υποστήριξη.
Στο παραπάνω πλαίσιο, η δημόσια συζήτηση για τη διοικητική αναδιάρθρωση μιας περιοχής και η αναζήτηση νέων αυτοδιοικητικών οντοτήτων, θα είναι περισσότερο δημιουργική, αν λάβει υπόψη της το κείμενο της σχετικής μελέτης που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ΚΕΔΚΕ. Η μελέτη αυτή θέτει ορισμένα γενικά και απλά κριτήρια, όπως: χωροταξικά [«…οι πόλεις που λειτουργούν ως περιφερειακά κέντρα, θα πρέπει να συνεργαστούν στην κατεύθυνση ανάπτυξης μιας πολυκεντρικής οργάνωσης του χώρου, ώστε να παρέχουν προστιθέμενη αξία τόσο σε πόλεις που βρίσκονται σε αγροτικές και περιφερειακές περιοχές, όσο και σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα γεωγραφικά χαρακτηριστικά, προκλήσεις και ανάγκες (π.χ. ορεινές, νησιωτικές και παράκτιες περιοχές) … αστικοποιημένες περιοχές μακριά από τις μητροπόλεις αποτελούν τις κινητήριες μηχανές για την ανάπτυξη των οικείων περιφερειών τους και αρκετές φορές αναδεικνύονται σε ηγετικές και ελκυστικές τοποθεσίες … πολλές αγροτικές περιοχές ωφελούνται από τα κοντινά αστικά κέντρα, καθώς παρατηρείται μετακίνηση πληθυσμού από τις πόλεις στην ύπαιθρο…»], πληθυσμιακά [«… οι νέες ενότητες πρέπει να έχουν ένα κρίσιμο πληθυσμιακό μέγεθος … η απόκλιση δημοτών-κατοίκων είναι σημαντικό μέγεθος που πρέπει επίσης να υπολογιστεί γιατί οι παρεχόμενες από τον ΟΤΑ υπηρεσίες παράγονται και διανέμονται στους κατοίκους και όχι στους δημότες…»], οικονομικά [«…το οικονομικό κριτήριο για την διαμόρφωση της νέας διοικητικής ενότητας βασίζεται στην επιρροή της πόλης – κέντρο (εφόσον υπάρχει) στην οικονομική ζωή της ευρύτερης περιοχής, στην οποία περιλαμβάνονται οι υφιστάμενοι Δήμοι που απαρτίζουν την νέα διοικητική ενότητα. Η εργασία, η εκπαίδευση, η κίνηση προς την τοπική αγορά αποτελούν υπο-κριτήρια του οικονομικού κριτηρίου διότι εντάσσουν τον πολίτη στην ευρύτερη περιοχή επιρροής του τοπικού κέντρου ανάπτυξης…»], γεωγραφικά [«… κάθε νέα ενότητα πρέπει να έχει σχεδόν συμπαγές σχήμα … το γεωμετρικά τέλειο σχήμα είναι ο κύκλος…»], αναπτυξιακά [«…οι νέοι ΟΤΑ πρέπει να έχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης τοπικών πρωτοβουλιών. Πρέπει να εξασφαλίζουν τις ελάχιστες εσωτερικές δομές για την επιχειρησιακή ετοιμότητα τους. Ο χώρος ευθύνης τους πρέπει να αντιστοιχεί σε οικονομικές δραστηριότητες και μεγέθη που θα τους δίνουν τη δυνατότητα άντλησης πόρων από την τοπική οικονομία…»], κριτήρια σχετικά με τη συμμετοχή του πολίτη [«…σε κάθε ενότητα πρέπει να εξασφαλίζονται οι ίδιες σχετικά συνθήκες επικοινωνίας, δηλαδή να υπάρχει ισότιμη πρόσβαση σε όλες τις περιοχές κατοικίας...»], κ.α.
Είναι φανερό ότι μια προσεκτική μελέτη αυτού του κειμένου θα βοηθούσε αρκετά τη συζήτηση για την αναζήτηση των νέων διοικητικών ορίων, συζήτηση η οποία καιρός είναι να λάβει δημόσιο χαρακτήρα και να μην περιορίζεται στο επίπεδο του καφενείου. Πάντως, μια πρώτη, κατά το δυνατόν αποστασιοποιημένη, ανάγνωση και μια, έστω και χαλαρή, εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στην ευρύτερη περιοχή μας, οδηγεί στην εκτίμηση (που μάλλον τη συμμερίζονται όλο και περισσότεροι) ότι το αυτοδιοικητικό μέλλον της συνδέεται άρρηκτα με αυτό της πόλης της Ναυπάκτου και στα δύο επίπεδα Αυτοδιοίκησης, Τοπικής και Περιφερειακής.
Σε κάθε περίπτωση το θέμα έχει τεθεί. Είναι απαραίτητο και χρήσιμο να (εκ)τεθούν και οι απόψεις αυτών που φιλοδοξούν να πρωταγωνιστήσουν στα αυτοδιοικητικά μας δρώμενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου