Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Το έλλειμμα εκπαίδευσης του Έλληνα εκπαιδευτικού για ένα σύγχρονο (ευρωπαϊκό) σχολείο. Η Σεμιναριακού τύπου επι-μόρφωση: η περίπτωση της Γερμανίας

(Το κείμενο αυτό αποτελεί περίληψη εισήγησής μου στο Εκπαιδευτικό Συνέδριο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Π/θμιας και Δ/θμιας Εκπαίδευσης Ηπείρου, τον Απρίλιο του 2006 στα Ιωάννινα, με θέμα: Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στο σύγχρονο σχολείο)

Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι ο ρόλος του σχολείου σήμερα, ιδιαίτερα αυτού της δεύτερης βαθμίδας εκπαίδευσης, έχει περιοριστεί κατά κύριο λόγο στη χρηστική του διάσταση, δηλαδή στη μετάδοση γνώσεων (όπου μάλιστα επικρατεί το φροντιστήριο – ανταγωνιστής), ενώ παράλληλα ο κοινωνικοπαιδαγωγικός του ρόλος έχει ατονήσει επικίνδυνα. Παρ’ όλα αυτά ο ουσιαστικός και παραγωγικός διάλογος, συστατικό στοιχείο μιας ολοκληρωμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας, απουσιάζει από την εκπαιδευτική κοινότητα.

Σε πλήρη αντιστοίχιση και αρμονία με τον υποβαθμισμένο ρόλο του σχολείου βρίσκεται και ο ρόλος του εκπαιδευτικού. Περιορισμένος κυρίως σε φορέα μετάδοσης γνώσεων και όχι σε μεσολαβητή για τη γνώση, ο Έλληνας εκπαιδευτικός εκπαιδεύεται ανάλογα. Δεν έχει προετοιμασθεί για τον παιδευτικό του ρόλο, τη συνεργασία, την αντιμετώπιση και τη διαχείριση ομάδας ανθρώπων και ειδικότερα παιδιών. Η εμπέδωση τρόπων επικοινωνίας και συνεργασίας του εκπαιδευτικού και του σχολείου με τους εκτός σχολείου σχολικούς εταίρους (γονείς – κοινωνία γενικότερα) δεν απασχολεί (ή απασχολεί ελάχιστα) την εκπαίδευσή του. Είναι φανερό λοιπόν το έλλειμμα που παρουσιάζει η εκπαίδευση του Έλληνα εκπαιδευτικού (χωρίς να είναι το έλλειμμα αυτό το μόνο υπεύθυνο για τη μη ολοκληρωμένη ή και στρεβλή λειτουργία του σχολείου).

Αν υποθέσουμε ότι καίριο αίτημα της εποχής μας (πρέπει να) είναι το σύγχρονο ευρωπαϊκό σχολείο, τότε αυτό επιφυλάσσει και έναν νέο - ανάλογο - ρόλο για τον Έλληνα εκπαιδευτικό, ο οποίος (νέος ρόλος) με τη σειρά του προσδιορίζει εν πολλοίς και το ποια εφόδια θεωρούνται απαραίτητα να έχει ο εκπαιδευτικός για την επιτέλεση του έργου του. Δηλαδή προσδιορίζει τον τρόπο και το περιεχόμενο της εκπαίδευσής του.

Μία ολοκληρωμένη εκπαίδευση του εκπαιδευτικού πρέπει να περιλαμβάνει: τη βασική εκπαίδευση (θεωρητικό – γνωστικό υπόβαθρο) και την «ενισχυτική» εκπαίδευση (σύγχρονες διδακτικές τάσεις, αξιολόγηση μαθητών, σύνδεση σχολείου με την κοινωνία, ευρωπαϊκή διάσταση της εκπαίδευσης, κ.λ.π.).

Καθίσταται επομένως απαραίτητη η «ενίσχυση» της εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσής του, πριν την έναρξη αλλά και σε όλη τη διάρκεια της εκπαιδευτικής του ζωής.

Ένα αξιόλογο παράδειγμα μελέτης τέτοιου είδους εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών αποτελεί αυτό της Γερμανίας. Οι εκπαιδευτικοί, ανάλογα με τον τύπο του σχολείου που πρόκειται να διδάξουν, φοιτούν – παρακολουθούν ένα έως τρία εξάμηνα υποχρεωτικά σε «Κρατικά Σεμινάρια για μελλοντικούς εκπαιδευτικούς» και μόνο μετά από επιτυχή παρακολούθηση τους δίδεται η δυνατότητα συμμετοχής στις εξετάσεις για να διοριστούν σε σχολείο. Φιλοσοφία των, σεμιναριακού τύπου, σπουδών είναι η σύνδεση της θεωρίας με την πράξη μέσα από το σχήμα: Η θεωρία επηρεάζεται καθοριστικά από την πράξη – η πράξη καθοδηγείται από τη θεωρία. Έτσι, η φοίτηση στα Σεμινάρια αυτά παρέχει την «ενισχυτική» εκπαίδευση που προαναφέρθηκε, μέσα από έναν γόνιμο συνδυασμό της θεωρίας με την πράξη. Η επι-μόρφωση των εκπαιδευτικών συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της εκπαιδευτικής τους ζωής, γίνεται δε είτε στις Παιδαγωγικές Σχολές είτε στα Κρατικά Σεμινάρια. Ο τρόπος αυτός εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών θεωρώ ότι αποτελεί μια επαρκή απάντηση στο σημερινό (επι)ζητούμενο: Η Εκπαίδευση στην υπηρεσία της Παιδείας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου